- φαναρ(ι)τζίδικο
- τοτο εργαστήριο του φαναρ(ι)τζή, φανοποιείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.